- μαρτυροποιΐα
- μαρτῠροποι-ΐα, ἡ, Astrol.,A = μαρτυρία 11, Ptol.Tetr.183 (pl.).II = testificatio, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαρτυροποιία — μαρτυροποιΐα, ἡ (Α) [μαρτυροποιώ] 1. απόδειξη με μάρτυρες 2. αστρολ. άποψη, θέα … Dictionary of Greek